- εὐπιστίας
- εὐπιστίᾱς , εὐπιστίαpious belieffem acc plεὐπιστίᾱς , εὐπιστίαpious belieffem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благовѣриѥ — БЛАГОВѢРИ|Ѥ (97), ˫А с. 1.Набожность, благочестие: тои... бл҃гости потъщиимъсѩ и мы сподобити. цр҃квь б҃жию стварѩюще себе ст҃моу д҃хоу не поминающе дроугъ дроугоу злобы. бл҃говѣриѥмь цвьтоуще. нищелюбиѥмь свьтѩщесѩ. СбТр XII/XIII, 27 об.; ср҃дце … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λουκάνικο — το (Α λουκανικόν, Μ λουκάνικον) είδος αλλαντικού με επίμηκες ή πεταλοειδές σχήμα, το οποίο περιέχει ψιλοκομμένο κρέας και διάφορα καρυκεύματα νεοελλ. παροιμ. «πέρασε ο καιρός που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» πέρασε η εποχή τής αφθονίας, τής… … Dictionary of Greek